μακρόκεντρος

μακρόκεντρος
μακρό-κεντρος, langstachelig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόκεντρος — η, ο (Α μακρόκεντρος, ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας braconidae αρχ. 1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.) 2. (για καρπούς,… …   Dictionary of Greek

  • μακρόκεντρον — μακρόκεντρος with long sting masc/fem acc sg μακρόκεντρος with long sting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”